- πλωτήρας
- [-ήρ (-ήρος)] ο1) плавучее средство; 2) тех поплавок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πλωτήρας — ο / πλωτήρ, ῆρος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ελαφρό σώμα που επιπλέει στο νερό ή βοηθά άλλο σώμα να διατηρείται στην επιφάνεια τού νερού 2. (αεροπ.) καθεμιά από τα δύο στεγανές λεμβοειδείς κατασκευές που χρησιμεύουν στο να συγκρατούν τα υδροπλάνα πάνω… … Dictionary of Greek
πλωτήρας — ο 1. κάθε ελαφρό σώμα που πλέει στο νερό ή που συντελεί ώστε άλλο σώμα να κρατηθεί στην επιφάνεια του νερού. 2. φλοτέρ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλωτῆρας — πλωτήρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραπλωτήρας — ο ναυτ. μεταλλικός πλωτήρας με σχήμα δελφινιού και εφοδιασμένος με κατάλληλα πτερύγια, για να τόν συγκρατούν σταθερά σε βάθος 5 περίπου μέτρων, ο οποίος ρυμουλκείται με συρματόσχοινα από δύο πλοία που πλέουν παράλληλα, ώστε όταν συναντούν το… … Dictionary of Greek
плоути — ПЛ|ОУТИ (50), ОВОУ, ОВЕТЬ гл. 1.Плыть, передвигаться по воде: се бо дѣло вѣтрьнеѥ въспахаѥть въздѹха… питѹѥть плоды || и питѹѥть телеса. что ѹбо кто ре(ч)ть, всѧ сѹща˫а въ неи трѣбовани˫а ихъ и времена, ˫ацѣхъ же свѣдають повелѣни˫а [в др. сп.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αεροκύστη — η Βοτ. κύστη γεμάτη αέρια, κυρίως άζωτο, που υπάρχει στον θαλλό ορισμένων φυκών (κυρίως φαιοφυκών) και χρησιμεύει ως πλωτήρας έτσι, ώστε τα φυτά αυτά να διατηρούνται όρθια μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αήρ, έρος + κύστη, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
ακροπτερύγιος — α, ο 1. χαρακτηρισμός εξαρτημάτων αεροσκαφών, που τοποθετούνται στα ακροπτερύγια «ακροπτερύγια δεξαμενή», «ακροπτερύγιος πλωτήρας» 2. (το ουδέτ. ως ουσ.) το ακροπτερύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πτερύγιον, υποκ. < πτέρυξ το ουδ. ακροπτερύγιο … Dictionary of Greek
δέλτα — Συσσώρευση υλών που μεταφέρει ένας ποταμός και αποθέτει στις εκβολές του στη θάλασσα ή σε λίμνη· με τον ίδιο όρο χαρακτηρίζεται ένας ιδιαίτερος τύπος στομίου ποταμού, στο οποίο η δράση των αλουβιακών αποθέσεων είναι μεγαλύτερη από τη διαβρωτική… … Dictionary of Greek
δελτωτός — ή, ό (AM δελτωτός, ή, όν) [δέλτα] 1. αυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Δ («ἡ δὲ Ρόδος ἡ νῆσος... δελτωτὴ τὸ σχῆμα») 2. ο αστερισμός τού τριγώνου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δελτωτό (ν) ο πλωτήρας τού δρομόμετρου με το οποίο μετριέται η… … Dictionary of Greek
πλωτής — oῡ, ὁ, Α [πλώω] πλωτήρας … Dictionary of Greek
πλώτωρ — ορος, ὁ, Α πλωτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλώω + επίθημα τωρ (πρβλ. βώ τωρ)] … Dictionary of Greek